Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΌΣ ΟΔΥΣΣΕΩΣ ΚΑΙ ΚΑΛΥΨΟΥΣ


Τότ΄ ο πολύβουλος Δυσσέας απολογήθη κι είπε·
“Χαριτωμένη μου θεά, μη μου οργιστείς για δαύτο·
νιώθω κι εγώ πως ταπεινή στ΄ ανάστημα ή στα κάλλη
η Πηνελόπη η γνωστικιά θα φαίνουνταν ομπρός σου·
αυτή θνητή, και πάντα εσύ και απέθαντη και νέα.
Όμως περίσσια λαχταρώ, και το ζητώ ολοένα,
να πάω στον τόπο, να χαρώ του γυρισμού τη μέρα.
Κι α με χτυπήσει οργή θεού στα μελανά πελάγη,
έχω καρδιά βασταχτερή, κι απομονή θα κάνω·
έπαθα που έπαθα πολλά και ΄πόφερα άλλα τόσα
στις μάχες και στις θάλασσες· ας μου γενεί και τούτο.”
Αυτά είπε· κι ο ήλιος βούτηξε, κι απλώθηκε σκοτάδι·
και μπήκανε στ΄ απόβαθα του θολωτού του σπήλιου·
κι εκεί πλαγιάσανε μαζί και κρυφαγκαλιαστήκαν.
Σα φάνη η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
πήρε ο Δυσσέας και φόρεσε χιτώνα και χλαμύδα,
κι έβαλε φόρεμα η θεά περίλαμπρο, μεγάλο,
ψιλόφαντο και λιμπιστό· κατόπι ωριό ζωνάρι
ολόχρυσο στη μέση της, και σκέπη στο κεφάλι·
και τότες του τρανού Οδυσσέα νοιαζόταν το ταξίδι.
(Ομήρου Οδύσσεια ε 217 – 236)
……………………………………
Μετάφραση: Αργύρη Εφταλιώτη

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις